ρόβι — το το φυτό όροβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορόβι — το (Α ὀρόβιον) [όροβος] νεοελλ. το ετήσιο κτηνοτροφικό φυτό όροβος, το ρόβι αρχ. 1. υποκορ. τού όροβος 2. αλεύρι παρασκευασμένο από όροβο, από ρόβι 3. είδος καταποτίου με μέγεθος ορόβου 4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλης εἶδος» … Dictionary of Greek
οροβίας — ὀροβίας, ὁ (Α) 1. είδος ρεβιθιάς 2. είδος λιβανιού 3. όμοιος με όροβο, με ρόβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιματ ίας)] … Dictionary of Greek
οροβίζω — ὀροβίζω (Α) [όροβος] τρέφω με ορόβους, ταΐζω ζώα με ρόβι … Dictionary of Greek
οροβοφαγώ — ὀροβοφαγῶ, έω (Α) τρώω ρόβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek
ορόβινος — ὀρόβινος, ίνη, ον (ΑΜ) [όροβος] κατασκευασμένος από όροβο, από ρόβι … Dictionary of Greek
ρεβίθι — και ροβίθι, το, Ν βοτ. ο καρπός τής ρεβιθιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρεβίνθιον, υποκορ. τού ἐρέβινθος*, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. ροθίβι με τροπή τού ε σε ο από παρετυμολογική επίδραση τού τ. ρόβι «είδος δημητριακού»] … Dictionary of Greek
ρόβη — η, Ν βλ. ρόβι … Dictionary of Greek
όροβος — ο (Α ὄροβος) βοτ. λόγια ονομασία τού ετήσιου κτηνοτροφικού φυτού όροβος ο κοινός, που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια φαβίδες, καθώς και τού καρπού του, το ρόβι αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄροβοι τα σπέρματα τού παραπάνω φυτού… … Dictionary of Greek